véhémence - translation to γαλλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:     

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

véhémence - translation to γαλλικά


véhémence      
n. vehemence, passion
intensité         
n. intensity; vehemence, acuteness, poignancy
ardeur         
n. ardor, eagerness; heat, flame; keenness, mettle, vehemence; vim

Ορισμός

Vehemence
·noun Violent ardor; great heat; animated fervor; as, the vehemence of love, anger, or other passions.
II. Vehemence ·noun The quality pr state of being vehement; impetuous force; impetuosity; violence; fury; as, the vehemence.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για véhémence
1. Une cinquantaine de personnes débattent, chaque jeudi, avec véhémence.
2. La véhémence de ses réclamations envers l‘arbitre, ŕ la 18e, lui valut un avertissement.
3. Pourquoi cette véhémence? – Un franc sur quatre de nos impôts part vers Berne.
4. Seul un esprit génial pourra désamorcer cette véhémence fauve et maîtrisée.
5. Il rouspétait avec véhémence, fustigeait avec férocité, ou partait en pleurant.